-
1 συγ-χέω
συγ-χέω (s. χέω), zusammengießen, -schütten, vermengen, verwirren, in Unordnung bringen; ἂψ αὖτις σ υνέχευε ποσὶν καὶ χερσίν, was er gebau't hat, Il. 15, 364, worauf 366 folgt ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον σύγχεας Αργείων, nicht bloß den Wall zerstören, sondern allgemein die Mühe vereiteln, wie βίαν καὶ ἰούς, erfolglos machen, ib. 573; τοὺς τάφους, τὴν ὁδόν, Her. 4, 127. 7, Il. 5; μή μοι σύγχει ϑυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, Il. 9, 612. 13, 808, wie ἄνδρα Od. 8, 139, niederschlagen, muthlos machen; und so pass., σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, Il. 24, 358; vgl. Her. 7, 142 συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων; auch τί συγχυϑεῖσα ἕστηκας; Eur. Med. 1005; in tmesi, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν, Il. 4, 269, brechen, vernichten; vgl. Her. 7, 136; ξυγχέω τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 39; Soph. τὰ δ' ἄλλα συγχεῖ πάνϑ' ὁ παγκρατὲς χρόνος, O. C. 615; χάριν, Tr. 1219; νόμιμα πάσης συγχέοντας Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; δόμους, Hipp. 813, u. oft; τὰς ψήφους, im Ggstz von συναριϑμέω, Is. 5, 18; συγκεχύσϑαι τὰ δί-καια, Din. 1, 112; καὶ ταράξαι τὴν πόλιν, Plut. Sol. 15; τὰ διακεκριμένα, Plat. Phil. 46 e, wie τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν, Crat. 388 b; οὐ συγκεχυμένα, ἀλλὰ διωρισμένα, Rep. VII, 524 c; συγχεῖ ὅλην τὴν πολιτείαν, Dem. 24, 91; Sp., wie Pol., συγχεῖν τὰς τάξεις καὶ κατασπᾶν 1, 40, 13; aber auch τὸν πόλεμον, bellum conflare, 4, 10, 3.
-
2 ξυγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
3 συγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
4 συγχέω
Aσύγχεᾰς Il.15.366
, but more freq. [dialect] Ep. [tense] aor. συνέχευα, inf. συγχεῦαι, [tense] aor. [voice] Pass. σύγχῠτο:—[tense] aor. [voice] Pass. -εχύθην [ῠ], for which - εχέθην is f.l. in Apollod. 1.7.2, Luc.DMar.9.2:—pour together, commingle, confound, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Il.15.364;τὰ διακεκριμένα Pl. Phlb. 46e
;ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ E.Ba. 349
; σ. τὰς ψήφους mix them up, Is.5.18;τὰ σύμβολα D.21.173
;τὰς τάξεις Plb.1.40.13
; τὰς ὄψεις, of lightning, Poll.1.118:—[voice] Pass.,ἡνία δέ σφι σύγχυτο Il. 16.471
; μεταλλεῖα συγκεχυμένα in confusion, Pl.Lg. 678d;τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν Id.Cra. 388b
.3 confuse, blur,τὰ γράμματα Id.IA37
(anap.), cf. Arist.GA 721b34 ([voice] Pass.), Aud. 801b18 ([voice] Pass.); συγκεχυμένον μέλαν an indistinct black mark, Id.HA 585b34; φωνὴ ς. D.S.1.8; πλαδαρὰ καὶ σ. σάρξ flabby and ill-defined flesh, Theon ap.Gal.6.96; συνεκέχυτο δ' ἔτι τοῦτο was still confused, not yet distinguished, Gal.15.30, cf. 713.II of the mind, confound, trouble,μή μοι σύγχει θυμόν Il.9.612
, cf. 13.808;σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο 24.358
;συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Hdt.7.142
;ὁ βίος δι' ἀπιστίαν συγχυθήσεται Epicur.Sent.Vat.57
: with the person as object,ἄνδρα γε συγχεῦαι Od.8.139
, cf. Hdt.8.99:—[voice] Pass., τί συγχυθεῖσ' ἕστηκας; E.Med. 1005;μὴ ἀθυμείτω τις, ἐὰν συγχέηται Gal.15.584
.2 confound, make of none effect,πολὺν κάματον καὶ ὸϊζὺν σύγχεας Ἀργείων Il.15.366
, cf. 473;τὴν πάρος σ. χάριν S.Tr. 1229
; esp. of contracts, engagements, etc., make of none effect, frustrate, violate,ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν Τρῶες Il.4.269
, cf. Pl.R. 379e, Hp.Jusj., E.Hipp. 1063;τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα Hdt.7.136
, cf. Antipho 4.1.2, SIG45.33 (Halic., v B.C.);τὴν πολιτείαν D.24.91
; D 28 (Delph., iv B.C.); , cf. OGI669.18 (Egypt, i A.D.);ξυνουσίαν Luc.
Bis Acc.17:—[voice] Pass.,λέλυται πάντα, συγκέχυται D.25.25
. -
5 διακρίνω
A- κρῐνέω Il.2.387
, SIG614.8 (ii B.C.):—separate one from another,ὥς τ' αἰπόλια.. αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il.2.475
, cf. Hdt.8.114; part combatants,εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il.7.292
, etc.;εἰ μὴ νὺξ.. διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387
;δ. φιλέοντε Od.4.179
;κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra. 388b
:—[voice] Pass., to be parted, of hair, Plu.Rom.15: more freq. of combatants, διακρινθήμεναι ([dialect] Ep. inf. [tense] aor. 1 [voice] Pass.)ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il.3.98
, cf. 102,7.306, etc.: also in [tense] fut. [voice] Med.,διακρινέεσθαι Od. 18.149
, 20.180;διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt.8.18
;διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105
, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός.. part and join different parties, Id.1.18.b [voice] Pass., to be divorced, Leg.Gort.2.46.2 in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in [voice] Pass., Anaxag.12, cf. Arist.Metaph. 985a28, [Epich.] 245, Pl.Phd. 71b, Prm. 157a, etc.3 ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob. sets apart, removes, i.e. outshines, B.8.28.II distinguish,καί κ' ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od.8.195
; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt.3.39;οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com.2.8
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ.. Pl.Phlb. 52c
: [tense] plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th.1.49; distinct, varied,B.
Fr.24.III decide, of judges,ὀρθᾷ δ. φρενί Pi.O.8.24
;δ. δίκας Hdt.1.100
;διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc.25.46
; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac. 137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id.Morb.2.71;δ. αἵρεσιν Hdt.1.11
;δ. εἰ.. Id.7.54
;δ. περί τινος Ar.Av. 719
:—[voice] Med., νεῖκος δ. get it decided, Hes.Op.35;τὸ ζητούμενον Pl.Phlb. 46b
; decide among yourselves,ταῦτα.. ὅπως ποτ' ἔχει δ. D.32.28
:—[voice] Pass., bring an issue to decision,ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il.20.212
; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed.[dialect] Dor. ap. Th.5.79;διακριθεῖμεν περί τινος Pl.Euthphr. 7c
; of combatants,μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt.9.58
;πρός τινα ὑπέρ τινος LXXJl.3(4).2
; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7;διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2
; τινί with one, Ep. Jud.9: abs., PMagd.1.15 (iii B.C.), etc.; alsoπόλεμος διακριθήσεται Hdt.7.206
; of a person, to be judged, Polem.Call.18.VII doubt, hesitate, waver, Act.Ap. 11.12 (s.v.l.): usu. in [voice] Med. and [voice] Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib.10.20;μὴ διακριθῆτε Ev.Matt.21.21
, cf. Ep.Rom.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρίνω
См. также в других словарях:
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek
στημόνι — το / στημόνιον, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. 1.(υφαντ.) το κατά μήκος τού αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία τού υφάσματος, ο στήμονας 2. φρ. α) «πού φάδια, πού στημόνια» δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο … Dictionary of Greek